φανερόμισος

φανερόμισος
φανερόμῑσος , φανερόμισος
openly hating
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • φανερομισής — ές,και φανερόμισος, ον, Α αυτός τού οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + μισής / μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο μισής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”